Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὖ ξυντυχόντων

См. также в других словарях:

  • ξυντυχόντων — συντυγχάνω meet with aor part act masc/neut gen pl συντυγχάνω meet with aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντυχαίνω — συντυγχάνω ΝΜΑ [τυγχάνω / τυχαίνω] 1. συναντώ, ανταμώνω τυχαία 2. (για γεγονότα) συμβαίνω τυχαία 3. (συν. ως τριτοπρόσ.) συντυχαίνει και συντυγχάνει τυχαίνει, συμβαίνει... (α. «συντυχαίνει να τόν γνωρίζω» β. «ξυνετύγχανέ τε πολλαχοῡ διὰ τὴν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»